αριάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αριάνι | τα | αριάνια |
γενική | του | αριανιού | των | αριανιών |
αιτιατική | το | αριάνι | τα | αριάνια |
κλητική | αριάνι | αριάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριάνι ουδέτερο και αϊράν
- (ποτό) άλλη μορφή του αϊράνι, ξινόγαλα
- ※ Ζήτησα να μου φέρουν αριάνι, να δροσίσω το μέσα μου. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
- (γενικά για υγρά) πολύ αραιό
- (οικοδομική) αραιό, νερουλό χαρμάνι τσιμέντου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αριάνι στη Βικιπαίδεια
- κεφίρ (διαφορετικό ρόφημα ζυμοκαλλιέργειας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριάνι
→ δείτε τη λέξη αϊράνι |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αριάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας