Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυλακώνω < αυλάκι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αυλακώνω (παθητική φωνή: αυλακώνομαι)

  1. σκάβω αυλάκια, προκειμένου να φυτέψω
    άλλες μορφές: αυλακιάζω, αυλακίζω
  2. (ειδικότερα) σχηματίζω σημάδια ή ρυτίδες
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ νοητά αυλάκια, χαράσσω, χαρακώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία