Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάβω < αρχαία ελληνική σκάπτω

  Ρήμα επεξεργασία

σκάβω

  1. βγάζω σιγά-σιγά κομμάτια από το έδαφος
    • σκάβω για να βρω το χαμμένο θησαυρό
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ σιγά-σιγά κομμάτια από κάτι, τρώω
    • βάζε την κρέμα σου, αλλιώς η ακμή θα σου σκάψει το πρόσωπο

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία