Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rider riders

  Ετυμολογία επεξεργασία

rider < ride + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rider (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rider < αρχαία άνω γερμανική rîdan, στρίβω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁi.de/
 

  Ρήμα επεξεργασία

rider (fr)

  1. πτυχώνω
  2. ζαρώνω

Παράγωγα επεξεργασία