ατερμάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ατερμάτιστος
- που δεν τερματίστηκε, ατέλειωτος, απεραίωτος
- ο αγώνας που έδινε για χρόνια ήταν ατερμάτιστος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέρμα