Δείτε επίσης: ἀτενῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατενώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτενῶς < ἀτενής < ἀ- + τείνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.teˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τε‐νώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ατενώς

  1. (λόγιο) προσηλωμένα, ατενίζοντας επίμονα
     συνώνυμα: (ασκαρδαμυκτί)
  2. γυμναστικό παράγγελμα για κατέβασμα των χεριών και την επαναφορά στην αρχική θέση και στάση (προσοχής) με το βλέμμα σε ευθεία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)