Δείτε επίσης: ἐπαναφορά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναφορά οι επαναφορές
      γενική της επαναφοράς των επαναφορών
    αιτιατική την επαναφορά τις επαναφορές
     κλητική επαναφορά επαναφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναφορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαναφορά (απόδοση, παραπομπή), ελληνιστική σημασία: επανάληψη < ἐπαναφέρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pa.na.foˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐να‐φο‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαναφορά θηλυκό

  1. η επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση
    ※  Ζητοῦν μιὰν οἰαδήποτε λύση γιὰ τὴν επαναφορά τοῦ τόπου σὲ μιὰ σταθερὴ κατάσταση. (Περικλής Βυζάντιος 1893- 1972, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, Αθήνα 1994)
  2. (σχήμα λόγου) η συνεχής επανάληψη της ίδιας λέξης, φράσης ή θέματος
    Η επαναφορά του ίδιου θέματος στη Βουλή καταντάει κακοστημένο θέατρο.
    Η επαναφορά του «Όλα στο φως». (Τίτλος άρθρου στο διαδίκτυο)
  3. (επιστήμη) η κατεργασία βαμμένων μετάλλων με αναθέρμανση, για να μαλακώσουν
    Κατά την επαναφορά του χάλυβα, μειώνονται οι εσωτερικές τάσεις που προκάλεσε η βαφή.
  4. (πληροφορική) return: το πλήκτρο της επιστροφής του κυλίνδρου της γραφομηχανής (γνωστό παλιότερα και ως ἐπαναφορεύς), καθώς και το πλήκτρο της επιστροφής στην αρχή της γραμμής στον υπολογιστή (πιο γνωστό με τον αγγλικό όρο return)
  5. (πληροφορική) revert: η επιστροφή λογισμικού ή γενικότερα δεδομένων σε προηγούμενη κατάσταση, όπως στην περίπτωση των συναλλαγών (transactions) σε βάσεις δεδομένων ή στις αναθεωρήσεις σε ένα σύστημα ελέγχου πηγαίου κώδικα (source control)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους επανα-, φορά και φέρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία