Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατενίζω < αρχαία ελληνική ἀτενίζω < ἀτενής < τείνω

  Ρήμα επεξεργασία

ατενίζω


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία