αρχέτυπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχέτυπος < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέτυπος < αρχαία ελληνική ἀρχή + τύπος (< τύπτω)
Επίθετο επεξεργασία
αρχέτυπος, -η, -ο
- πρωτότυπος
- που είχε διαμορφωθεί εξαρχής και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο
- αρχέγονος
- αρχετυπικός
- (τυπογραφία) που έχει τυπωθεί από τις αρχές της τυπογραφίας ως το 1500 περίπου
- (ουσιαστικοποιημένο) αρχέτυπο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχέτυπος
|