Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυπώνω < αρχαία ελληνική τυπῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈpo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

τυπώνω

  1. αναπαράγω μια εικόνα, ένα κείμενο κ.λπ. με τυπογραφικό τρόπο
  2. εκδίδω
  3. (μεταφορικά) συγκρατώ κάτι στο μυαλό μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία