Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αριστούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αριστούχ
ος
η
αριστούχ
α
το
αριστούχ
ο
γενική
του
αριστούχ
ου
της
αριστούχ
ας
του
αριστούχ
ου
αιτιατική
τον
αριστούχ
ο
την
αριστούχ
α
το
αριστούχ
ο
κλητική
αριστούχ
ε
αριστούχ
α
αριστούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αριστούχ
οι
οι
αριστούχ
ες
τα
αριστούχ
α
γενική
των
αριστούχ
ων
των
αριστούχ
ων
των
αριστούχ
ων
αιτιατική
τους
αριστούχ
ους
τις
αριστούχ
ες
τα
αριστούχ
α
κλητική
αριστούχ
οι
αριστούχ
ες
αριστούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αριστούχος
<
άριστα
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
αριστούχος, -ος / -α, -ο
που
αριστεύει
σε εξετάσεις, διαγωνισμούς ή γενικότερα στη
βαθμολογία
που συγκεντρώνει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άριστα
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αριστούχος
αγγλικά
:
prizeman
(en)
,
dux
(en)