βαθμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθμολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαθμολογία θηλυκό
- ο βαθμός που έβαλε σε κάποιον ή κάτι ένας βαθμολογητής
- οι βαθμοί που έχουν συγκεντρώσει οι συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό, πρωτάθλημα κλπ