Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αργόστροφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αργόστροφ
ος
η
αργόστροφ
η
το
αργόστροφ
ο
γενική
του
αργόστροφ
ου
της
αργόστροφ
ης
του
αργόστροφ
ου
αιτιατική
τον
αργόστροφ
ο
την
αργόστροφ
η
το
αργόστροφ
ο
κλητική
αργόστροφ
ε
αργόστροφ
η
αργόστροφ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αργόστροφ
οι
οι
αργόστροφ
ες
τα
αργόστροφ
α
γενική
των
αργόστροφ
ων
των
αργόστροφ
ων
των
αργόστροφ
ων
αιτιατική
τους
αργόστροφ
ους
τις
αργόστροφ
ες
τα
αργόστροφ
α
κλητική
αργόστροφ
οι
αργόστροφ
ες
αργόστροφ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αργόστροφος
<
αργό-
+
-στροφος
Επίθετο
επεξεργασία
αργόστροφος
που το μυαλό του δεν παίρνει γρήγορες στροφές, που
αργεί
να αντιληφθεί ή να επεξεργαστεί νοητικά κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
βραδύνους
αμβλύνους
Αντώνυμα
επεξεργασία
εύστροφος
αγχίνους
οξύνους
έξυπνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αργόστροφος
αγγλικά
:
slow witted
(en)
γαλλικά
:
borné
(fr)
,
obtus
(fr)
,
balourd
(fr)