αγχίνους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | αγχίνους | το | αγχίνουν | ||
γενική | του/της | αγχίνου | του | αγχίνου | ||
αιτιατική | τον/την | αγχίνου | το | αγχίνουν | ||
κλητική | αγχίνους* | αγχίνουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | αγχίνοες | τα | αγχίνοα | ||
γενική | των | αγχινόων | των | αγχινόων | ||
αιτιατική | τους/τις | αγχίνοες | τα | αγχίνοα | ||
κλητική | αγχίνοες | αγχίνοα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγχίνους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγχίνους < χρονικό επίρρημα ἂγχι (γρήγορα) + -νους (νοῦς, νόος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋˈçi.nus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐χί‐νους
Επίθετο επεξεργασία
αγχίνους, -ους, -ουν
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νους