απροσάρμοστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροσάρμοστος < α- + προσαρμόζω + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pɾoˈsaɾ.mo.stos/
Επίθετο επεξεργασία
απροσάρμοστος, -η, -ο
- που δεν έχει προσαρμοστεί ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί
- (ουσιαστικοποιημένο) απροσάρμοστο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απροσαρμοστία
- απροσάρμοστο
- → δείτε τις λέξεις προσαρμόζω, προς, αρμόζω και αρμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροσάρμοστος