Δείτε επίσης: ἁρμόζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμόζω < ἁρμόττω < ἁρμός < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί)

  Ρήμα επεξεργασία

αρμόζω

  1. (συνήθως στο γ' πρόσωπο') ταιριάζω, είμαι ο κατάλληλος από ηθική άποψη.
  2. προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι.
    αυτά τα λόγια δεν αρμόζουν σε έναν νέο άνθρωπο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία