Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποναρκοθέτηση οι αποναρκοθετήσεις
      γενική της αποναρκοθέτησης* των αποναρκοθετήσεων
    αιτιατική την αποναρκοθέτηση τις αποναρκοθετήσεις
     κλητική αποναρκοθέτηση αποναρκοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποναρκοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποναρκοθέτηση < από + ναρκοθέτηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποναρκοθέτηση θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) η αφαίρεση ή η απομάκρυνση ναρκών που έχουν τοποθετηθεί σε μία περιοχή
    Η απάτη αφορά στη χρηματοδότηση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) από το υπουργείο Εξωτερικών, η οποία είχε ως ειδικότερο αντικείμενο την αποναρκοθέτηση περιοχών, σε τρίτες χώρες και ειδικότερα στη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, το Λίβανο και το Ιράκ. (*)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία