Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναρκοθέτηση οι ναρκοθετήσεις
      γενική της ναρκοθέτησης* των ναρκοθετήσεων
    αιτιατική τη ναρκοθέτηση τις ναρκοθετήσεις
     κλητική ναρκοθέτηση ναρκοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναρκοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκοθέτηση < ναρκοθετώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναρκοθέτηση θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) η τοποθέτηση ναρκών σε μία περιοχή
     αντώνυμα: αποναρκοθέτηση
  2. (μεταφορικά) η υπονόμευση μιας ενέργειας ή προσπάθειας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία