déminage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- déminage < déminer
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déminage | déminages |
déminage (fr) αρσενικό
- η αφαίρεση των ναρκών ενός πεδίου, η αποναρκοθέτηση
- η ναρκαλιεία