Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρατικοποίηση οι αποκρατικοποιήσεις
      γενική της αποκρατικοποίησης* των αποκρατικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκρατικοποίηση τις αποκρατικοποιήσεις
     κλητική αποκρατικοποίηση αποκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκρατικοποίηση < αποκρατικοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία