Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνικοποίηση οι κοινωνικοποιήσεις
      γενική της κοινωνικοποίησης των κοινωνικοποιήσεων
    αιτιατική την κοινωνικοποίηση τις κοινωνικοποιήσεις
     κλητική κοινωνικοποίηση κοινωνικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνικοποίηση < κοινωνικ(ός) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική socialisation ή αγγλική socialisation[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινωνικοποίηση θηλυκό

  1. (κοινωνιολογία) η διαδικασία προσαρμογής και ενσωμάτωσης ενός ατόμου (ανήλικου ή ενήλικου) σε μια κοινωνία
  2. (πολιτική, οικονομία) ο έλεγχος των οικονομικών αγαθών και των μέσω παραγωγής από το κοινωνικό σύνολο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κοινωνικός, κοινός και ποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία