Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγωγή οι παραγωγές
      γενική της παραγωγής των παραγωγών
    αιτιατική την παραγωγή τις παραγωγές
     κλητική παραγωγή παραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγωγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγωγή (δημιουργία, αρχαία σημασία: το να άγεις προς το πλάι) < αρχαία ελληνική παράγω < παρά + ἄγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική production) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐γω‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγωγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραγωγή αἱ παραγωγαί
      γενική τῆς παραγωγῆς τῶν παραγωγῶν
      δοτική τῇ παραγωγ ταῖς παραγωγαῖς
    αιτιατική τὴν παραγωγήν τὰς παραγωγᾱ́ς
     κλητική ! παραγωγή παραγωγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραγωγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παραγωγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία