Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπέρασμα τα συμπεράσματα
      γενική του συμπεράσματος των συμπερασμάτων
    αιτιατική το συμπέρασμα τα συμπεράσματα
     κλητική συμπέρασμα συμπεράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπέρασμα < αρχαία ελληνική συμπέρασμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπέρασμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα ενός συλλογισμού ή μιας συλλογιστικής πορείας
    • το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται
  2. η κατάληξη μιας ομιλίας, άρθρου, έρευνας
    • το συμπέρασμα ήταν ότι και η λογική έχει τα όρια της
  3. (λογική) το δεύτερο (δεξιό) μέρος της συνεπαγωγής[1][2]
    Αντώνυμο: υπόθεση

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πατσάκης Νικόλαος, Παπαδάκης Γεώργιος (Ηράκλειο 2014), «Σύστημα για Επεξεργασία Λογικών Εκφράσεων, 11.9 Συνεπαγωγή και Ισοδυναμία (Material Implication and Equivalence)», σελ.42. Προσπέλαση 2020-03-01
  2. Κωνσταντίνος Τσίχλας, «Διακριτά μαθηματικά - Βασικά στοιχεία λογικής», σελ. 23-25, Department of Informatics at Aristotle University. Προσπέλαση 2020-03-01