αποδημητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδημητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδημητικός (< ἀπό + δῆμος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική migratoire[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ði.mi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δη‐μη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αποδημητικός, -ή, -ό
- που μετακινείται από τον τόπο του, που μεταναστεύει
- (ουσιαστικοποιημένο) αποδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απόδημος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο
αποδημητικά πουλιά
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποδημητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας