μεταναστεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταναστεύω < αρχαία ελληνική μεταναστεύω < μετανάστης
Ρήμα επεξεργασία
μεταναστεύω
- φεύγω, με τη θέλησή μου, από έναν τόπο για να εγκατασταθώ σε έναν άλλο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μετανάστης