αντιολισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιολισθητικός < αντι- + (ελληνιστική κοινή) ὀλισθητικός (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antidérapant
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιολισθητικός, αντιολισθητική, αντιολισθητικό
- που δεν γλιστράει ή προστατεύει από το γλίστρημα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ολισθαίνω