Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολισθαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ολισθαίνω

  1. γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
  2. βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
    η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία

  Μεταφράσεις επεξεργασία