Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικίνητρο τα αντικίνητρα
      γενική του αντικινήτρου
αντικίνητρου
των αντικινήτρων
    αιτιατική το αντικίνητρο τα αντικίνητρα
     κλητική αντικίνητρο αντικίνητρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικίνητρο (νεολογισμός) < αντι- + κίνητρο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική counter incentive[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈci.ni.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐κί‐νη‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικίνητρο ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί και κινώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία