αντιγηραντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιγηραντικός < αντι- + γηραντικός < γήρανση < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιγηραντικός
- που ενεργεί ενάντια στη γήρανση
- ※ Αντιγηραντικός ορός ματιών ... , που προστατεύει την ευαίσθητη περιοχή των ματιών, διατηρώντας την επιδερμίδα σφριγηλή και ενυδατωμένη σε βάθος. (από κείμενο προώθησης προϊόντος, ανάκτηση 27 Απρ. 2019)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιγηραντικός