γήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γήρας | τα | γήρατα |
γενική | του | γήρατος | των | γηράτων |
αιτιατική | το | γήρας | τα | γήρατα |
κλητική | γήρας | γήρατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γήρας < αρχαία ελληνική γῆρας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
γήρας ουδέτερο
- τα γηρατειά, η γεροντική ηλικία
- ※ Τᾶς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς / σκοπὸν τᾶς ἔχουν προσβολῆς / κι εἰν' ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας / τὸ παραπαῖον γῆρας. (Γεώργιος Σουρής, Το Παραπαίον Γήρας)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γήρας