αντιβηχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιβηχικός < αντι- + βήχας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antitussif)
Επίθετο επεξεργασία
αντιβηχικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό, την καταπράυνση ή την εξάλειψη του βήχα
- (ουσιαστικοποιημένο) (φαρμακευτική) αντιβηχικό: το σχετικό φάρμακο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βήχας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιβηχικός
|