Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βήχας οι βήχες
      γενική του βήχα
    αιτιατική τον βήχα τους βήχες
     κλητική βήχα βήχες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βήχας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βήχας < αρχαία ελληνική βήξ (γενική βηχός) < βήσσω / βήττω (Ίσως το ρήμα βήττω είναι παράγωγο του ουσιαστικού βήξ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvi.xas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βή‐χας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βήχας αρσενικό

  1. απότομη και σπασμωδική εκπνοή αέρα από τους πνεύμονες που συνοδεύεται από τραχύ ήχο
    O ήδη «εξαρτημένος» από την «κακιά συνήθεια» γνωρίζει ήδη το... αυτονόητο, πώς δηλαδή το κάπνισμα «βλάπτει σοβαρά την υγεία» - του το λένε οι γιατροί (ακόμη... και αυτοί που καπνίζουν αρειμανίως!), το αντιλαμβάνεται επί καθημερινής βάσεως και ο ίδιος, με τις δύσπνοιες, τα αγκομαχητά του αν κάνει πέντε βήματα παραπάνω, τους θηριώδεις βήχες, το «βράσιμο» του στήθους του κάθε βράδυ που πέφτει για ύπνο. (*)
  2. (συνεκδοχικά) ο ήχος που παράγεται με την παραπάνω εκπνοή
  3. (συνεκδοχικά) η αμηχανία
    τον έπιασε βήχας γιατί δεν ήξερε τι να πει

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κόβω το βήχα κάποιου : τερματίζω τις απαιτήσεις κάποιου // επαναφέρω κάποιον στην τάξη
    τού έκοψε το βήχα γιατί είχε πάρει πολύ θάρρος
  • (ιατρική) παραγωγικός βήχας = αποχρεμπτικός βήχας : εκείνος κατά τον οποίο παράγονται αποχρέμψεις ή φλέγματα (ο κάπως μαλακός βήχας), σε αντιδιαστολή προς τον ξερόβηχα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία