Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνορθῶ συνηρημένου τύπου του ἀνορθόω + -ώνω[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ρθώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ανορθώνω

  1. σηκώνω κάτι και το τοποθετώ σε όρθια θέση ή στάση
  2. (μεταφορικά) φέρνω κάτι σε κατάσταση ευημερίας και ακμής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία