Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασηκώνω < αρχαία ελληνική ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ανασηκώνω (παθητικό: ανασηκώνομαι)

  • σηκώνω ελαφρά
    • Είμαι σίγουρη ότι Θα βρεις το κινητό σου άμα ανασηκώσεις τις κάλτσες που πέταξες στο κρεβάτι ή το παντελόνι που πέταξες στον καναπέ ή το σακάκι που πέταξες στην πολυθρόνα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία