Δείτε επίσης: ἀνομβρία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανομβρία οι ανομβρίες
      γενική της ανομβρίας των ανομβριών
    αιτιατική την ανομβρία τις ανομβρίες
     κλητική ανομβρία ανομβρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανομβρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνομβρία < ἄνομβρος (άβροχος, άνομβρος). Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + όμβρ(ος) + -ία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.noɱˈvɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νομ‐βρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανομβρία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία