άβροχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβροχος | η | άβροχη | το | άβροχο |
γενική | του | άβροχου | της | άβροχης | του | άβροχου |
αιτιατική | τον | άβροχο | την | άβροχη | το | άβροχο |
κλητική | άβροχε | άβροχη | άβροχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβροχοι | οι | άβροχες | τα | άβροχα |
γενική | των | άβροχων | των | άβροχων | των | άβροχων |
αιτιατική | τους | άβροχους | τις | άβροχες | τα | άβροχα |
κλητική | άβροχοι | άβροχες | άβροχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άβροχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβροχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + βροχ(ή) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vɾo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βρο‐χος
Επίθετο επεξεργασία
άβροχος, -η, -ο
- που δεν έχει δεχτεί βροχή
- ↪ άβροχο χωράφι
- που δεν έχει φέρει βροχή
- (μεταφορικά) που δεν έχει κοπιάσει, άκοπα, χωρίς δυσχέρεια
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Παροιμίες επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- άβροχα (επίρρημα)
- αβροχιά
- αδιάβροχος, αδιάβροχο
→ και δείτε τη λέξη βροχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άβροχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- άβροχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άβροχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άβροχος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας