άνομβρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνομβρος | η | άνομβρη | το | άνομβρο |
γενική | του | άνομβρου | της | άνομβρης | του | άνομβρου |
αιτιατική | τον | άνομβρο | την | άνομβρη | το | άνομβρο |
κλητική | άνομβρε | άνομβρη | άνομβρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνομβροι | οι | άνομβρες | τα | άνομβρα |
γενική | των | άνομβρων | των | άνομβρων | των | άνομβρων |
αιτιατική | τους | άνομβρους | τις | άνομβρες | τα | άνομβρα |
κλητική | άνομβροι | άνομβρες | άνομβρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άνομβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνομβρος < ἄν- (άν- στερητικό) + ὄμβρος (όμβρος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.noɱ.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νομ‐βρος
Επίθετο επεξεργασία
άνομβρος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όμβρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- άνομβρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας