ανικανοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανικανοποίητος < αν- + ικανοποιώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insatisfait)
Επίθετο επεξεργασία
ανικανοποίητος -η -ο
- που δεν ικανοποιείται ή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί
- ανευχαρίστητος
- άπληστος
- Αυτός που δεν ευχαριστείται εύκολα.
Συγγενικά επεξεργασία
- ανικανοποίηση
- ανικανοποίητα
- ανικανοποίητο
- → δείτε τις λέξεις ικανοποιώ, ικανός και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανικανοποίητος