ανεχόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ανεχόμενος, -η, -ο
- αυτός που ανέχεται, με το να ανέχεται κάποιος κάτι
- Δεν θα βρεις το δίκιο σου ανεχόμενος να σε μειώνουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεχόμενος
ανεχόμενος, -η, -ο