Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακρίβεια οι ανακρίβειες
      γενική της ανακρίβειας των ανακριβειών
    αιτιατική την ανακρίβεια τις ανακρίβειες
     κλητική ανακρίβεια ανακρίβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακρίβεια < ανακριβ(ής) (< αν- στερητικό + ακριβής) + -εια, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inexactitude[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈkɾi.vi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακρίβεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία