παραπλανητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραπλανητικός, -ή, -ό
- που σε παραπλανά, που σε κατευθύνει σε λάθος διαπιστώσεις
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραπλανητικά
- → δείτε τις λέξεις παραπλανώ και πλάνη