inaccuracy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
inaccuracy (en)
- η ανακρίβεια, η ιδιότητα του ανακριβούς
- the inaccuracy of his statement was proved
- η ανακρίβεια, ανακριβής λόγος
- η έλλειψη ακρίβειας ενός οργάνου μέτρησης
inaccuracy (en)