ανάλγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάλγητος < αρχαία ελληνική ἀνάλγητος από το στερητικό ἀ (+ ευφωνικό ν) + ἄλγος
Επίθετο επεξεργασία
ανάλγητος, η, ο
- Η ανάλγητη πολιτική της κυβέρνησης πλήττει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάλγητος