ανάλγητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάλγητα < επίθετο ανάλγητος
Επίρρημα επεξεργασία
ανάλγητα
- με ανάλγητο τρόπο, χωρίς την έγνοια για το άλγος, τον ψυχικό πόνο που προκαλεί σε άλλους, άπονα, σκληρά, δίχως ευαισθησία, ανελέητα, δίχως οίκτο, άκαρδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάλγητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανάλγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάλγητο