αμείλικτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμείλικτος < αρχαία ελληνική ἀμείλικτος < ἀ- στερητικό + μειλίσσω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμείλικτος, -η, -ο
- σκληρός, με αδυσώπητο ύφος (ύφος που δεν αλλάζει σε μειλίχιο, χωρίς έλεος)
- αμείλικτη κριτική, η αμείλικτη εκδίκηση, ο αμείλικτος πόλεμος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμείλικτος