αλλοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλοπαθητικός < αλλοπαθητική
Επίθετο επεξεργασία
αλλοπαθητικός, -ή, -ό
- σχετικός με την αλλοπαθητική ή αναφερόμενος σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλλοπαθητική
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλοπαθητικός