ακόλαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακόλαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόλαστος < ἀ- στερητικό + κολάζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈko.la.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐λα‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ακόλαστος, -η, -ο
- που ζει μια ζωή γεμάτη ακολασίες, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικού φραγμού και παράδοση στις ηδονές, ιδιαίτερα τις γενετήσιες
- που μένει ατιμώρητος
- (οικείο, θρησκεία) που δεν αμάρτησε, σκανδαλίστηκε
Μεταφράσεις επεξεργασία
που μένει ατιμώρητος
|
που δεν αμάρτησε
|