ακολασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακολασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκολασία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ko.laˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐λα‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακολασία θηλυκό
- η τέλεση ακόλαστων πράξεων
- η έλλειψη ηθικού φραγμού και η παράδοση στις ηδονές, ιδιαίτερα τις γενετήσιες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακολασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακολασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας