Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

débauche < → δείτε τη λέξη débaucher

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.boʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

débauche (fr) θηλυκό