ακτινοδισκόφωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακτινοδισκόφωνο | τα | ακτινοδισκόφωνα |
γενική | του | ακτινοδισκόφωνου & ακτινοδισκοφώνου |
των | ακτινοδισκόφωνων & ακτινοδισκοφώνων |
αιτιατική | το | ακτινοδισκόφωνο | τα | ακτινοδισκόφωνα |
κλητική | ακτινοδισκόφωνο | ακτινοδισκόφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινοδισκόφωνο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική CD player
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτινοδισκόφωνο ουδέτερο
- (νεολογισμός, σπάνιο) (μουσική) συσκευή για την αναπαραγωγή ήχου από ψηφιακούς δίσκους (CD) (συνήθως με το ψηφιακό μπροστά)
- ↪ Και πώς θα πούμε στα ελληνικά το CD player? Ψηφιακό ακτινοδισκόφωνο
Σημειώσεις επεξεργασία
- λέξη χωρίς διάδοση, που προτάθηκε το 1986 από τον Γ. Μπαμπινιώτη (μέσω της εκπομπής Ομιλείτε ελληνικά της ΕΡΤ),(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ως ελληνικός όρος για το CD player
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινοδισκόφωνο
|